- αυτοματισμός
- automatisme
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αυτοματισμός — αὐτοματισμός, ο [αυτοματίζω] νεοελλ. 1. το να συντελείται κάτι αυτόματα, από μόνο του, μηχανικά 2. η εκτέλεση πράξεων κατά τον ίδιο, ομοιόμορφο τρόπο αρχ. αυτό που συμβαίνει από μόνο του, το τυχαίο … Dictionary of Greek
αὐτοματισμός — that which happens of itself masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοματισμός — ο το να γίνεται κάτι μόνο του, μηχανικά, χωρίς τη μεσολάβηση του ανθρώπου: Ο αυτοματισμός έχει μπει όχι μονάχα στη βιομηχανία, αλλά και σε εργασίες διοικητικές ή επιστημονικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek
αὐτοματισμοῖς — αὐτοματισμός that which happens of itself masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοματισμοῦ — αὐτοματισμός that which happens of itself masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοματισμούς — αὐτοματισμός that which happens of itself masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοματισμῷ — αὐτοματισμός that which happens of itself masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοματισμόν — αὐτοματισμός that which happens of itself masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Automatismo — ► sustantivo masculino 1 Cualidad de automático. 2 SICOLOGÍA Ejecución normal o patológica de actos sin intervención de la voluntad. * * * automatismo (del gr. «automatismós») m. Cualidad de automático. ⊚ Ejecución de actos sin intervención de la … Enciclopedia Universal
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek